- σαλάχι
- τὸ / σαλάχιον, ΝΜΑβλ. σελάχι (ΙΙ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… … Dictionary of Greek
σελάχι — (I) και σιλάχι, το, Ν 1. δερμάτινη ζώνη με πτυχές στο μπροστινό μέρος, η οποία χρησίμευε ως θήκη για φορητά όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. silāh «όπλο»]. (II) το / σελάχιον, ΝΑ, και σαλάχι Ν, και σαλάχιον ΜΑ, και ποιητ. τ. σελάχειον Α κοινή ονομασία … Dictionary of Greek
ηλεκτροφορίδες — Οικογένεια ψαριών της τάξης των κυπρινομόρφων. Ονομάζονται έτσι εξαιτίας της δυνατότητας που έχουν να παράγουν ηλεκτρισμό έντασης 100 ή και περισσοτέρων V. Η ηλεκτρική πηγή των ψαριών αυτών βρίσκεται πίσω από τα μάτια τους και αποτελείται από μια … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
σελάχι — σελάχι, το και σαλάχι, το είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)